- πόκον
- πόκοςwoolmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Капетанакис, Димитриос — Димитриос Капетанакис греч. Δημήτριος Καπετανάκης Род деятельности: поэт, критик, переводчик, философ Дата рождения … Википедия
επίποκος — ἐπίποκος, ον (Α) (για αρνί) αυτός που είναι με τον πόκον* του, που έχει το μαλλί του, ο εριοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + πόκος (< πέκω) «το ακατέργαστο μαλλί τού προβάτου»] … Dictionary of Greek
παρετυμολογώ — έω, ΝΑ νεοελλ. κάνω παρετυμολογία, ερμηνεύω εσφαλμένα την προέλευση και την αρχική μορφή και σημασία μιας λέξης αρχ. αναφέρομαι στην ετυμολογία μιας λέξης («παρετυμολογεῑ τὸν πόκον οὐ κακῶς», Σχόλ. Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
πεκτώ — έω, Α 1. κουρεύω ζώο («ἡνίκα πεκτεῑν ὥρα προβάτων πόκον ἠρινόν», Αριστοφ.) 2. παθ. πεκτοῡμαι, έομαι (και για πρόσ.) κουρεύομαι («ποιήσω τήμερον τοὺς δημότας βωστρεῑν σ ἐγώ πεκτούμενον», Αριστοφ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «τίλλω, ξαίνω». [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek